βασιλευσάντων

βασιλευσάντων
βασιλεύω
to be king
aor part act masc/neut gen pl
βασιλεύω
to be king
aor imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ …   Dictionary of Greek

  • Κωδινός, Γεώργιος — (15ος αι.). Βυζαντινός ιστορικός. Επικράτησε η απόδοση σε αυτόν τριών έργων: Πάτρια της Πόλεως, Περί των οφφικιαλίων του παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας και η χρονογραφία Περί των από κτίσεως κόσμου ετών μέχρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”